- νοοποιοῦ
- νοοποιόςcreating Intelligencemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νοοποιός — νοοποιός, όν (Α) αυτός που δημιουργεί νου ή αυτός που παρέχει νου («τῆς τοιαύτης δυνάμεως τῆς νοοποιοῡ», Πλωτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + ποιός*] … Dictionary of Greek